υψιμελαθρος

υψιμελαθρος
    ὑψιμέλαθρος
    ὑψι-μέλαθρος
    2
    высоко построенный
    

(αὔλιον HH.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υψιμελαθρος" в других словарях:

  • υψιμέλαθρος — ον, Α 1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυ μέλαθρος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑψιμέλαθρον — ὑψιμέλαθρος high built masc/fem acc sg ὑψιμέλαθρος high built neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»